- ὑποπερικλᾶται
- ὑποπερικλάομαιto be brokenpres subj mp 3rd sgὑποπερικλάομαιto be brokenpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποπερικλώμαι — άομαι, Α παρουσιάζω ελαφρά κλίση προς κάτι («φύλλα πλατύτερα πρὸς τὴν γῆν καὶ ὑποπερικλᾱται», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + περικλῶ «λυγίζω και σπάζω»] … Dictionary of Greek